ποικιλοτέχνης

Revision as of 17:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A skilled in various arts, Tryph. 536.

German (Pape)

[Seite 650] ὁ, der mannichfach Kunstreiche; Tryphiod. 536 nennt so die Bienen.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλοτέχνης: -ου, ὁ πεπειραμένος, δεξιὸς εἰς ποικίλας τέχνας, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 536.

Greek Monolingual

ὁ, Α
έμπειρος, ικανός σε ποικίλες τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο-τέχνης].