πορφυρόπεζα

Revision as of 18:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A purple-edged, Tryph.66.

German (Pape)

[Seite 686] ἡ, purpurfüßig, Tryphiod. 66.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόπεζα: ἡ, ἔχουσα πορφυρᾶν τὴν ἄκραν, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-) 66.

Greek Monolingual

ἡ, Α
αυτή που έχει πορφυρή ταινία στον ποδόγυρο του φορέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + πέζα «πόδι» (πρβλ. αργυρό-πεζα)].