πόδι
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
Greek Monolingual
το, Ν
1. καθένα από τα δύο κάτω άκρα ανθρώπου ή το κάθε άκρο σπονδυλωτού ζώου
2. κάθε εξέχον ὁργανο ασπόνδυλου ζώου, με το οποίο αυτό κινείται ή προσκολλάται κάπου («το πόδι του χταποδιού»)
3. μονάδα μήκους σε διάφορες χώρες και εποχές, που ονομάστηκε έτσι, επειδή κατά την αρχαιότητα ισοδυναμούσε με το μήκος πέλματος ενήλικου άνδρα
4. (σχετικά με έπιπλο, σκεύος, όργανο, μηχάνημα) στήριγμα (α. «το πόδι της καρέκλας» β. «το πόδι του ποτηριού» γ. «το πόδι του πιάνου»)
5. συνεκδ. παρουσία, ύπαρξη, εμφάνιση («κι όπου η βουλή τους, συφορά, κι όπου το πόδι, Χάρος», Σολωμ.)
6. φρ. α) «άκρο πόδι»
ανατ. το κατώτερο τμήμα του κάτω άκρου, από τον αστράγαλο μέχρι τα δάχτυλα, το οποίο πατά στο έδαφος και στηρίζει το σώμα
β) «πόδι αθλητή»
ιατρ. μυκητιασική πάθηση που παρατηρείται συνήθως στις τροπικές χώρες, όπως και σε αθλητές ή στρατιωτικούς, και χαρακτηρίζεται από πάχυνση του δέρματος, η οποία ακολουθείται από διαβρώσεις
γ) «κοίλο πόδι»
ιατρ. αμφοτερόπλευρη πάθηση του ποδιού που χαρακτηρίζεται από μεγέθυνση της καμάρας του πέλματος και κύρτωση τών δακτύλων
δ) «πόδι χαρακωμάτων»
ιατρ. ονομασία που δόθηκε στα κρυοπαγήματα τών ποδιών κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, επειδή αιτία δημιουργίας τους ήταν η μακρά παραμονή στα χαρακώματα
ε) «αγγλικό πόδι»
μετρολ. μονάδα μήκους τών αγγλοσαξονικών χωρών που υποδιαιρείται σε 12 ίντσες και ισοδυναμεί με 304,79 χιλιοστόμετρα
στ) «παίρνω πόδι» — μέ διώχνουν
ζ) «το βάζω στα πόδια» — φεύγω τρέχοντας είτε από φόβο είτε επειδή μέ καταδιώκουν
η) «πατώ πόδι» — επιμένω σε κάτι, απαιτώ κάτι επιτακτικά, επιβάλλω τη θέλησή μου
θ) «του βάζω τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» — πιέζω, αναγκάζω κάποιον να υποκύψει στη θέλησή μου, τον κάνω του χεριού μου
ι) «πέφτω στα πόδια του» — ικετεύω, εκλιπαρώ κάποιον
ια) «κόπηκαν τα πόδια μου» — κουράστηκα πάρα πολύ
ιβ) «δεν μπορώ να πάρω [ή να σύρω] τα πόδια μου» — έχω αποκάμει, δεν μπορώ να περπατήσω από την κούραση
ιγ) «σηκώνω στο πόδι» — ξεσηκώνω, αναστατώνω, προκαλώ ταραχή
ιδ) «είμαι στο πόδι» — είμαι σε εγρήγορση
ιε) «είμαι στο πόδι από το πρωί» — δεν έχω ξεκουραστεί από το πρωί λόγω πολλών ασχολιών
ιστ) «περνώ την αρρώστια στο πόδι» — αναρρώνω χωρίς να κατακλιθώ
ιζ) «λειώνω στα πόδια μου» — κατακουράζομαι, εξαντλούμαι
ιη) «τρώω [ή πίνω] στο πόδι» — τρώω [ή πίνω] πρόχειρα και βιαστικά
ιθ) «αφήνω στο πόδι μου» — ορίζω αντικαταστάτη, αναπληρωτή
κ) «γράφω με τα πόδια» — είμαι κακογράφος, κάνω άσχημα γράμματα
κα) «γράφω στο πόδι» — γράφω με προχειρότητα, επιπόλαια
κβ) «με τα πόδια» — περπατώντας, πεζή
κγ) «με χέρια και με πόδια» — με κάθε τρόπο, με όλη τη δύναμη
7. παροιμ. α) «όσο να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει το άλλο» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι κάποιος είναι πολύ νωθρός και οκνηρός
β) «κατά το πάπλωμα που έχεις ν' απλώνεις και τα πόδια σου» — λέγεται ως συμβουλή για να μην επιχειρεί κανείς κάτι πέρα από τις δυνάμεις του
γ) «κατά τα πόδια πού 'χομε για μετάνοιες είμαστε» — λέγεται για κάποιον που αγνοεί ή παραβλέπει την πραγματική του κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πόδι-ον, υποκορ. του πούς, ποδός].