προσαλίγκιος

Revision as of 19:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A like, Nic.Th.739.

German (Pape)

[Seite 748] ähnlich, Nic. Ther. 739, nach Schneider für παναλίγκιος.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰλίγκιος: -ον, ὅμοιος, Νικ. Θηρ. 739.

Greek Monolingual

-ον, Α
όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀλίγκιος «αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος»].