στερεόστρακος

Revision as of 23:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, τὰ σ. τῶν μετάλλων    A solid parts, slag, Zos.Alch. p.107 B.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκληρό όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + ὄστρακον (πρβλ. σκληρ-όστρακος)].