στερεόστρακος
English (LSJ)
ον, τὰ σ. τῶν μετάλλων A solid parts, slag, Zos.Alch. p.107 B.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σκληρό όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + ὄστρακον (πρβλ. σκληρ-όστρακος)].
ον, τὰ σ. τῶν μετάλλων A solid parts, slag, Zos.Alch. p.107 B.
-ον, Α
αυτός που έχει σκληρό όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + ὄστρακον (πρβλ. σκληρ-όστρακος)].