συγκαταιρέω

Revision as of 23:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. συγκαθαιρέω.

German (Pape)

[Seite 965] ion. statt συγκαθαιρέω, Her.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταιρέω: Ἰωνικ. ἀντὶ συγκαθαιρέω, Ἡρόδ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συγκαθαιρέω.

Greek Monotonic

συγκαταιρέω: Ιων. αντί συγκαθαιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκαταιρέω Ion. voor συγκαθαιρέω.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταιρέω: ион. = συγκαθαιρέω.