συγκαταιρέω

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταιρέω Medium diacritics: συγκαταιρέω Low diacritics: συγκαταιρέω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΙΡΕΩ
Transliteration A: synkatairéō Transliteration B: synkataireō Transliteration C: sygkataireo Beta Code: sugkataire/w

English (LSJ)

v. συγκαθαιρέω.

German (Pape)

[Seite 965] ion. statt συγκαθαιρέω, Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συγκαθαιρέω.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταιρέω: ион. = συγκαθαιρέω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταιρέω: Ἰωνικ. ἀντὶ συγκαθαιρέω, Ἡρόδ.

Greek Monotonic

συγκαταιρέω: Ιων. αντί συγκαθαιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκαταιρέω Ion. voor συγκαθαιρέω.