τετάρπετο

Revision as of 08:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τετᾰν-πόμενος, τετᾰν-πώμεσθα,    A v. τέρπω.

Greek (Liddell-Scott)

τετάρπετο: -πώμεσθα, -πόμενος, ἴδε ἐν λ. τέρπω.

English (Autenrieth)

see τέρπω.

Greek Monotonic

τετάρπετο: γʹ ενικ. με αναδιπλ. Παθ. αορ. βʹ του τέρπω· τεταρπώμεσθα, αʹ πληθ. υποτ. τεταρπόμενος, μτχ.