ἀδιακόρευτος
English (LSJ)
ον, A undeflowered, virginal, Sor.1.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιακόρευτος: ἡ, ἡ μὴ διακορευθεῖσα, Σωφ. Ἐφεσ. ἐν Idel. phys. κτλ. Ι. σ. 256.
Spanish (DGE)
-ον no desflorado, virginal Sor.8.20.
ον, A undeflowered, virginal, Sor.1.10.
ἀδιακόρευτος: ἡ, ἡ μὴ διακορευθεῖσα, Σωφ. Ἐφεσ. ἐν Idel. phys. κτλ. Ι. σ. 256.
-ον no desflorado, virginal Sor.8.20.