A turn out, Sch.A.Pr.84.
ἀπεκβάλλω: ἐκβάλλω ἐκ μέρους τινός, ἐλευθερῶ, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 84.
resultar Sch.A.Pr.84.
ἀπεκβάλλω (Μ)1. βγάζω από πάνω μου, αποθέτω2. ελευθερώνω, σώζω3. προπέμπω, ξεπροβοδίζω.