ἁρματοθεσία
English (LSJ)
ἡ, (τίθημι) A chariot-race, Eust.226.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματοθεσία: ἡ, (τίθημι) ἀγὼν ἁρματηλασίας, Εὐστ. 226, 6.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ competición de carros Eust.226.6.
Greek Monolingual
ἁρματοθεσία, η (Μ)
αγώνας αρματοδρομίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -θεσία (< -θέτης < τίθημι)].