αγώνας

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἀγών)
1. σωματικός ή πνευματικός συναγωνισμός, άμιλλα
2. πάλη, μάχη, δράση
3. δικαστικός αγώνας, δίκη για την επίτευξη της ηθικής αποκαταστάσεως
4. προσπάθεια, ταλαιπωρία για την επίτευξη σκοπού, κόπος, μόχθος
νεοελλ.
1. (ως κύριο όνομα) ο Αγώνας
η ελληνική επανάσταση του 1821
2. διαμάχη, σύγκρουση, πάλη, για επιβολή
αρχ.
1. συνάθροιση, συνέλευση, ιδιαίτερα για την παρακολούθηση αθλητικών αγώνων
2. τόπος για τη διεξαγωγή αγωνισμάτων (κονίστρα, στίβος, πεδίο μάχης)
3. κρίσιμη περίσταση, κρίση
4. αγωνία, ανησυχία, φόβος
5. κατάλληλος καιρός, ώρα για να γίνει κάτι
6. λόγος που εκφωνείται σε δημόσια συγκέντρωση ή σε δικαστήριο
7. (προσωπ.) ὁ Ἀγών
θεότητα του αγώνα, της άμιλλας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγω. Αρχικά η λ. δηλώνει το αποτέλεσμα του «ἄγω», «συγκέντρωση», «συνάθροιση». Στον Όμηρο χρησιμοποιείται για τις συγκεντρώσεις τών θεών ή των πλοίων. Αργότερα σημαίνει τη συνάθροιση για τη διεξαγωγή αθλητικών διαγωνισμών και τελικά παίρνει την ευρύτερη έννοια του «ανταγωνισμού», της «μάχης» στα νέα Ελληνικά.
ΠΑΡ. αγωνία, αγωνίζομαι
αρχ.
ἀγωνικός, ἀγώνιος.
ΣΥΝΘ. αγωνοθέτης
αρχ.
ἀγωνάρχης, ἀγωνοθήκη.