ὑδρόχαρις
English (LSJ)
ὁ, A Grace of the waters, name of a frog, Batr.227.
German (Pape)
[Seite 1174] ἡ, bes. fem. zu ὑδροχαρής, als Froschname in der Batrach.
Greek Monolingual
η / ὑδρόχαρις, -άριτος, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια υδροχαριτίδες της τάξης υδροχαριτώδη και περιλαμβάνει έξι περίπου υδρόβια είδη του Παλαιού Κόσμου και της Αυστραλίας
αρχ.
όνομα βατράχου στην Βατραχομυομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + χάρις. Ως επιστημον. όρος της Νεοελληνικής, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hydrocharis].