ὑποθυμίαμα

Revision as of 08:45, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ion. ὑποθῡμί-ημα, ατος, τό,    A fumigation, Hp.Mul.2.206, Dsc. 1.13, Sor.1.72.

German (Pape)

[Seite 1218] τό, angezündetes Räucherwerk, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθῡμίᾱμα: τό, τὸ (διὰ θυμιάματος) κάτωθεν κάπνισμα, Ἱππ. 673. 10, Διοσκ. Ι. 12, Γαλην. τ. 14, σ. 490, 6.

Greek Monolingual

-άματος, και ιων. τ. ὑποθυμίημα, -ήματος, τὸ, Α ὑποθυμιῶ
υποκαπνισμός.