ὑποθυμίαμα
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
Ion. ὑποθυμίημα, ατος, τό, fumigation, Hp.Mul.2.206, Dsc. 1.13, Sor.1.72.
German (Pape)
[Seite 1218] τό, angezündetes Räucherwerk, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθῡμίᾱμα: τό, τὸ (διὰ θυμιάματος) κάτωθεν κάπνισμα, Ἱππ. 673. 10, Διοσκ. Ι. 12, Γαλην. τ. 14, σ. 490, 6.
Greek Monolingual
-άματος, και ιων. τ. ὑποθυμίημα, -ήματος, τὸ, Α ὑποθυμιῶ
υποκαπνισμός.
Translations
fumigation
Catalan: fumigació; Greek: υποκαπνισμός, καπνισμός; Ancient Greek: ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίημα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίημα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: suffitio, fumigatio; Persian: تدخین; Portuguese: fumigação; Spanish: fumigación; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw