κατάμακτος

Revision as of 10:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A cast, moulded, of votive offerings, σῶμα, οὖς, IG22.1534.45,48.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμακτος: -ον, (καταμάσσω), κατ. τύπος, κατάμακτον σῶμα γυναικός, κατάμακτα ὦτα· ἐν ταῖς ἀναγραφαῖς τῶν ἀναθημάτων τοῦ Ἀθήνησιν Ἀσκληπιείου (Κουμαν.)= ἐκμαγεῖα, ὁμοιώματα ἢ εἰδώλια τῶν τοιούτων πραγμάτων, οἷα καὶ νῦν ἐν τοῖς τῶν δυτικῶν ναοῖς ἀναθήματα παρατηροῦνται, ἂν καὶ τὸ ῥ. καταμάσσειν δὲν εὑρέθη ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης.

Greek Monolingual

κατάμακτος, -ον (Α) καταμάσσω
ο χυτός σε τύπο, σε καλούπι.