καλούπι

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

το (Μ καλούπι[ν])
1. κοίλο στερεό σώμα μέσα στο οποίο χύνονται ρευστά υλικά για να πάρουν ορισμένο σχήμα, τύπος, φόρμα, μήτρα, πρότυπο
2. βοτ. δημώδης ονομασία τών φυτών που κατά παλαιότερη ταξινόμηση ήταν γνωστά ως ερείκη η ωραία και ερείκη η δενδρώδης
3. φρ. μτφ. «δεν μπαίνω σε καλούπι» ή «δεν βάζω σε καλούπι» — δεν δέχομαι ή δεν κάνω υποδείξεις που αποβλέπουν σε έναν σχηματοποιημένο και περιοριστικό τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης, έκφρασης κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια από τουρκ. kalip < αραβ. qālib < αρχ. καλόπους (II), καλαπόδιον (βλ. καλαπόδι)].