καλούπι

From LSJ

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518

Greek Monolingual

το (Μ καλούπι[ν])
1. κοίλο στερεό σώμα μέσα στο οποίο χύνονται ρευστά υλικά για να πάρουν ορισμένο σχήμα, τύπος, φόρμα, μήτρα, πρότυπο
2. βοτ. δημώδης ονομασία τών φυτών που κατά παλαιότερη ταξινόμηση ήταν γνωστά ως ερείκη η ωραία και ερείκη η δενδρώδης
3. φρ. μτφ. «δεν μπαίνω σε καλούπι» ή «δεν βάζω σε καλούπι» — δεν δέχομαι ή δεν κάνω υποδείξεις που αποβλέπουν σε έναν σχηματοποιημένο και περιοριστικό τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης, έκφρασης κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια από τουρκ. kalip < αραβ. qālib < αρχ. καλόπους (II), καλαπόδιον (βλ. καλαπόδι)].