τετράζυξ
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
German (Pape)
[Seite 1097] υγος, ὁ, ἡ, = τετράζυγος; κόσμος, Nonn. D. 12, 170.
Greek (Liddell-Scott)
τετράζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = τετράζυγος, Νόνν. Δ. 7. 6.
Greek Monolingual
-υγος, ὁ, ἡ, Α
τετράζυγος
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ζυξ (βλ. λ. ζυγός), πρβλ. τί-ζυξ].