μιμηλάζω

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

German (Pape)

[Seite 186] = μιμέομαι, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μιμηλάζω: μιμέομαι, μετὰ δοτ., Φίλων 1. 557· ἀπολ., φέρομαι ὡς μῖμος, αὐτόθι 610, ἔνθα μιμηλίζοντες· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. μόνον μιμηλάζω.

Greek Monolingual

μιμηλάζω (Α) μιμηλός
μιμούμαι («μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον νόμισμα», Φίλ.).