μῖμος
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
-ου, ὁ,
A imitator, mimic, A.Fr.57.9 (anap.).
2 esp. actor, mime, μ. γελοίων D.2.19, cf. POxy.519.3 (ii A. D.), etc.; μίμοις γυναιξί Plu.Sull.36; τετράπουν μῖμον ἔχων ἐπιγαίου θηρός, i.e. imitating or acting a four-footed beast, E.Rh.256 (lyr.).
II a form of drama, mime, character-sketch, Arist.Po.1447b10, Fr.72; μ. ἀνδρεῖοι, γυναικεῖοι, Suid. s.v. Σώφρων, cf. Demetr.Lac.Herc.1014.61, Plu.2.712e.
2 metaph., μῖμος ὁ βίος Cleobul. ap. Fulg.Myth.2.14.
German (Pape)
[Seite 187] ὁ, der Nachahmer, bes. der Schauspieler; μῖμοι γελοίων neben ποιηταὶ αἰσχρῶν ᾀσμάτων, Dem. 2, 19; auch μίμοις γυναιξί, Plut. Sull. 36. – Bes. ist μῖμος eine vom Syrakusaner Sophron ausgebildete dramatische Dichtungsart, die in Prosa menschliche Sitten u. Leidenschaften darstellte, ohne daß ihr eine bestimmte Fabel zu Grunde lag, Plut. Symp. 7, 8; Ath. u. a. Sp. Man unterschied ἀνδρεῖοι und γυναικεῖοι. – Eur. sagt μῖμον τετράπουν ἔχων, ein vierfüßiges Tier nachahmend, Rhes. 256.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 acteur, bouffon;
2 mime, sorte de comédie.
Étymologie: μιμέομαι.
Russian (Dvoretsky)
μῖμος: ὁ
1 мим, актер: μῖμοι γελοίων Dem. комические актеры;
2 подражание, воспроизведение: τετράπουν μῖμον ἔχειν Eur. подражать четвероногому, т. е. ходить на четвереньках;
3 мим (бытовая комедия в прозе без хора; создание этого жанра приписывалось сиракузцу Софрону) Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μῖμος: -ου, ὁ, (ἴδε μιμέομαι ἐν τέλ.), ὁ μιμούμενος, διὰ μιμήσεως παριστάνων τι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55. 2) κυρίως, ὑποκριτὴς θεάτρου, μιμούμενος ἢ ὑποκρινόμενος, μ. γελοίων Δημ. 23. 21· μίμοις γυναιξὶ Πλουτ. Σύλλ. 36· τετράπουν μῖμον ἔχων ἐπὶ γᾶν θηρός, δηλ. μιμούμενος τετράπουν ζῷον, Εὐριπ. Ρῆσ. 256, πρβλ. 211. ΙΙ. εἶδος πεζοῦ δράματος παριστάνοντος κατὰ τρόπον κοινὸν τὰ τοῦ κοινοῦ βίου καὶ τοὺς συνήθεις χαρακτῆρας ἄνευ ὡρισμένης τινὸς πλοκῆς, ὅπερ φαίνεται ὅτι ἔλαβε τὴν ἀρχήν του παρὰ τοῖς Δωριεῦσι τῆς Σικελίας. Τὰ ἀποσπάσματα τῶν μίμων τοῦ Σώφρωνος συνήγαγεν ὁ Ahrens ἐν τῷ περὶ Δωρικ. διαλέκτου ἔργῳ αὑτοῦ. Οἱ μῖμοι διῃροῦντο εἰς ἀνδρείους καὶ γυναικείους, ὡσαύτως εἰς σπουδαίους καὶ γελοίους, Ἀριστ. Ποιητ. 1. 1, Πλούτ. 2. 712Ε. (Πρβλ. μιμέομαι ἐν τέλ.).
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μῖμος)
1. αυτός που έχει μιμητικές ικανότητες
2. ηθοποιός που εκδηλώνει με τη μιμική συναισθήματα ή παριστάνει πρόσωπα, υποκριτής που μιμεῖται τη φωνή, το ύφος, τις χειρονομίες, τον τρόπο ομιλίας κάποιου, καθώς και καταστάσεις ή περιστατικά
3. έμμετρο είδος του αρχαίου λόγου σε διαλογική μορφή που ζωντανεύει εικόνες της καθημερινής ζωής, με διάθεση ανάλαφρη, διασκεδαστική ή σκωπτική
νεοελλ.
1. θεατρ. η παντομίμα
2. ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας mimidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι σχετικά μεταγενέστερη. Εμφανίζεται από τον Αισχύλο και εξής, το δε ρ. μιμοῦμαι είναι μετονοματικό παράγωγο. Ελάχιστα πιθανή φαίνεται η σύνδεση της λ. με αρχ. ινδ. māyā «απάτη, μάγια». Πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για δάνεια λ., όπως δείχνει και η τεχνική της σημασία. Η λατ. δανείστηκε τη λ. (πρβλ. λατ. mimus), από όπου αυτή πέρασε και στις ξένες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. και γαλλ. mime, γερμ. Μime).
ΠΑΡ. μιμικός, μιμούμαι, μιμώ
αρχ.
μιμάς, μιμεία, μιμέρα, μιμηλός
μσν.
μιμάριον, μιμώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μιμίαμβος, μιμογράφος
αρχ.
μίμαυλος, μιμόβιος, μιμωδός
αρχ.-μσν.
μιμολόγος
μσν.
μιμοειδής
νεοελλ.
μιμόδραμα, μιμόρχημα. (Β' συνθετικό) αρχίμιμος, παντόμιμος
αρχ.
ανθρωπόμιμος, αντίμιμος, γυναικόμιμος, δρακοντόμιμος, θεόμιμος, λογόμιμος, φωνόμιμος.
Greek Monotonic
μῖμος: -ου, ὁ,
I. αυτός που μιμείται, μιμητής, ηθοποιός, μίμος, σε Δημ., Πλούτ.
II. μῖμος, είδος δραματικής πρόζας, όπως κι αυτές που έγραψε ο Σώφρων, σε Αριστ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. (f.)
Meaning: name of an actor, mime (A. Fr. 57, 9, E. Rh. in lyr., D., Plu., pap.), kind of scenic sketch, founded by the Syracusan Sophron, mimus (Arist.).
Compounds: Compp., e. g. μιμο-γράφος mime-writer (hell.), λογό- μιμος m. "spoken mime", actor or writer of ... (Hegesand. Hist.), ἀρχί-μιμος m. chief comedian (plur.); as 2, member mostly verbal to μιμέομαι, e.g. γυναικό-μιμος imitating women (trag.).
Derivatives: μιμάς, -άδος f. mimic player (female) (Ael.), μιμώ f. ape (Suid. s. πίθηκος), μιμ(ε)ία f. farce (Ph.), μιμικός regarding the μῖμος, mimic (hell.). -- Besides, prob. as denomin., μιμέομαι, μιμήσασθαι, also w. prefix, e.g. ἀπο-, ἐκ-, imitate, mimic, (in art) copy (h. Ap. 163) with derivv.: (ἀντι-, ἀπο-, ἐκ-)μίμησις imitation, artistic, esp. dramatic presentation (IA.), (ἀπο-) μίμημα imitation, representation (IA.); (συμ-)μιμητής m. imitator, artist (IA.), μιμήτωρ, -ορος m. id. (Man.); μιμητικός able to imitate, imitating, mimetic (Pl., Arist.); μιμηλός id., also imitated (Luc., Plu.), or referring to μῖμος (Chantraine Form. 242), with μιμηλάζω (-ίζω?) = μιμέομαι (Ph.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Compared with μιμέομαι μῖμος is rarely and late attested, but must be considered as its basis. -- The technical meaning of μῖμος makes a loan probable (cf. Schwyzer 423). The connection with Skt. māyā f. magic(image), illusion, deception assuming an ablaut māi: mī (Schulze KZ 27, 425 = Kl. Schr. 53) must therefore be considered as a very remote possibility (the suggested ablaut does not exist). Further uncertain connections in WP. 2, 220; s. also μοῖτος. -- Lat. LW [loanword] mīmus id. (W.-Hofmann s.v.); Messap. LW [loanword] mimeteos (gen.) from μιμητής (Krahe IF 49, 268). - So no etymology; prob. Pre-Greek.
Middle Liddell
μῖμος, ου,
I. an imitator, mimic: an actor, mime, Dem., Plut.
II. a mime, a kind of prose drama, such as Sophron wrote, Arist.
Frisk Etymology German
μῖμος: {mĩmos}
Grammar: m. (f.)
Meaning: Bez. eines Schauspielers, Mime (A. Fr. 57, 9, E. Rh. in lyr., D., Plu., Pap. u.a.), Art szenischer Darstellung, vom Syrakusaner Sophron begründet, Mimus (Arist. usw.).
Composita: Kompp., z. B. μιμογράφος Mimenverfasser (seit hell.), λογό- μιμος m. "Sprechmime", ‘der gesprochene Mimen aufführt od. schreibt’ (Hegesand. Hist.), ἀρχίμιμος m. Obermime (Plur.); als Hinterglied meist verbal zu μιμέομαι, z.B. γυναικόμιμος Weiber nachahmend (Trag.).
Derivative: Ableitungen: μιμάς, -άδος f. mimische Schauspielerin (Ael. u.a.), μιμώ f. Affe (Suid. s. πίθηκος), μιμ(ε)ία f. Posse (Ph.), μιμικός [[den μῖμος betreffend]], mimisch (hell. usw.). — Daneben, wohl als Denominativum, μιμέομαι, μιμήσασθαι usw., auch m. Präfix, z.B. ἀπο-, ἐκ-, ‘nachahmen, -äffen, (künstlerisch) nachbilden’ (seit h. Ap. 163) mit Ableitungen: (ἀντι-, ἀπο-, ἐκ-)μίμησις ‘Nachahmung, künstlerische, bes. dramatische Darstellung’ (ion. att.), (ἀπο-) μίμημα Nachahmung, Abbild (ion. att.); (συμ-)μιμητής m. ‘Nachahmer, -eiferer, künstlerischer Darsteller’ (ion. att.), μιμήτωρ, -ορος m. ib. (Man.); μιμητικός zum Nachahmen geschickt, nachahmend, mimetisch (Pl., Arist. usw.); μιμηλός ib., auch nachgebildet (Luk., Plu. u.a.), an sich auch auf μῖμος beziehbar (Chantraine Form. 242), mit μιμηλάζω (-ίζω?) = μιμέομαι (Ph.).
Etymology: Im Vergleich zu μιμέομαι ist μῖμος sehr sparsam und spät belegt, muß wohl aber trotzdem als dessen Grundwort angesehen werden. — Die technische Bedeutung von μῖμος legt den Gedanken an Entlehnung nahe (vgl. Schwyzer 423). Die Anknüpfung an aind. māyā f. ‘Zauber(bild), Truggestalt, Betrug’ unter Annahme eines Ablauts māi: mī (Schulze KZ 27, 425 = Kl. Schr. 53) muß deshalb als eine sehr entfernte Möglichkeit gelten. Weitere unsichere Anknüpfungen bei WP. 2, 220; s. auch μοῖτος. — Lat. LW mīmus ib. (W.-Hofmann s.v.); messap. LW mimeteos (Gen.) aus μιμητής (Krahe IF 49, 268).
Page 2,241
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ὑποκριτής θεάτρου). Ἀπό ρίζα ιμ = σιμ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μιμοῦμαι.