γαγγραίνωμα

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

τό, = sq., Pall.Febr.7.

Spanish (DGE)

-ματος, τό medic. afección gangrenosa Pall.Febr.7.

Greek Monolingual

το (Μ γαγγραίνωμα) γαγγραινούμαι
το αποτέλεσμα της γαγγραίνωσης.