κροκοδιλόβρωτος

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ον, = sq., Aët.13.6 tit.

Greek Monolingual

κροκοδιλόβρωτος, -ον (Α)
κροκοδιλόδηκτος·.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. θηρό-βρωτος, κεφαλό-βρωτος].