συμπαίστωρ

Revision as of 10:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ορος, ὁ, = foreg., X.Cyr.1.3.14 (A v.l. -παίκτ-), AP6.154 (Leon. or Gaet.), 162 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 984] ορος, ὁ, = συμπαίκτωρ; Mel. 114 (VI, 162), v. l. συμπαίκτωρ, wie Leon. Tar. 30 (VI, 154); auch Xen. Cyr. 1, 3, 14 v. l.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαίστωρ: -ορος, ὁ, = συμπαίκτωρ, συμπαίκτης, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 14.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ΜΑ
ο συμπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαίζω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].

Greek Monotonic

συμπαίστωρ: -ορος, ὁ, = το προηγ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συμπαίστωρ: ορος ὁ Xen. v. l. = συμπαίκτωρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπαίστωρ -ορος, ὁ zie συμπαιστής.