συμπαίκτωρ
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
-ορος, ὁ, v.l. for -παίστωρ (q.v.).
German (Pape)
[Seite 984] ορος, ὁ, = συμπαίκτης, v.l. von συμπαίστωρ bei Xen.
Russian (Dvoretsky)
συμπαίκτωρ: ορος ὁ соучастник игр, друг детства (Xen., Anth. - v.l. συμπαίστωρ).
Greek (Liddell-Scott)
συμπαίκτωρ: -ορος, ὁ, = συμπαίκτης, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 14, Ἀνθ. Π. 6. 154. 162.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
συμπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαίζω + επίθημα -τωρ (πρβλ. λέκτωρ)].
Greek Monotonic
συμπαίκτωρ: -ορος, ὁ, = συμπαιστής, σε Ξεν., Ανθ.
Middle Liddell
συμπαίκτωρ, ορος, ὁ, = συμπαιστής, Xen., Anth.]