κληματῖτις

Revision as of 12:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ιδος, ἡ, Adj. A with long climbing branches, name of a kind of ἀριστολοχεία, Dsc.3.4. II Subst., = foreg. 11.2, Ps.-Dsc.4.180.

German (Pape)

[Seite 1450] ιδος, ἡ (das masc. κληματίτης scheint ungebräuchlich), mit Ranken, Diosc. – Bes. ein Rankengewächs, welches sich an Bäumen emporrankt, Theophr. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

κλημᾰτῖτις: ῐδος, ἐπίθ., ἔχουσα μακροὺς κλάδους ἀναρριχωμένους, ἀριστολόχεια Διοσκ. 3. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡ κληματίς, ὁ αὐτ. 4. 182.

Greek Monolingual

κληματῖτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. (ως επίθ. για άμπελο) αυτή που έχει μακριά αναρριχώμενα κλαδιά («κληματῖτις ἀριστολόχεια», Διοσκ.)
2. ως ουσ. το φυτό κληματίς ή λευκάμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, -ατος + επίθημα -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. κεγχρ-ίτις, κεντρ-ίτις)].