μαγνησία

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

η (Α μαγνησία, ιων. τ. μαγνησίη) ως κύρ. όν. νεοελλ.
1. ονομασία διαφόρων ενώσεων του μαγνησίου («θειική μαγνησία»)
2. (φαρμ.) είδος ήπιου και εύγευστου καθαρτικού, αλλ. μαγνέζια
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων ορυκτών και άλλων μεταλλικών αμαλγαμάτων
2. φρ. «μαγνησία λίθος» ή «μαγνησίη λίθος» — ο μαγνήτης.