κλωνίσκος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

ο (Α κλωνίσκος)
μικρός κλώνος ή τρυφερό κλαδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. δικηγορ-ίσκος, υπαλληλίσκος)].