κεγχριδίας
From LSJ
Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art
[Seite 1410] ὁ, = Vorigem b, Diosc.
κεγχριδίας, ὁ (Α)
ο κεγχρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν συμφυρμού τών κεγχρίς, -ίδος + κεγχρίας.