ἔμηνα

Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Greek (Liddell-Scott)

ἔμηνα: ἴδε τὸ ῥῆμα μαίνομαι ΙΙ.

Greek Monotonic

ἔμηνα: αόρ. αʹ του μαίνομαι με μτβ. σημασία.

Russian (Dvoretsky)

ἔμηνα: aor. к μαίνω.