τάρχη

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

German (Pape)

[Seite 1072] ἡ, = ταραχή, Hesych.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τάραξις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού, πιθ. εσφ., που συνδέεται με το ρ. ταράσσω (πρβλ. ταραχή)].