ἑάλωκα: ἑαλώκειν, ἴδε ἁλίσκομαι ᾰ.
v. ἁλίσκομαι.
ἑάλωκα: [ᾰ], παρακ. του ἁλίσκομαι· ἑάλων, αόρ. βʹ.
ἑάλωκα: pf. к ἁλίσκομαι.