παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
σαλητόν: «Σοφοκλῆς Ἀνδρομέδᾳ (ἀποσπ. 123). Ἀντίπατρος βαρβαρικὸν χιτῶνα».
Α(κατά τον Ησύχ.) βλ. σάρητον.