σάρητον
From LSJ
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
English (LSJ)
τό, = σάραπις (garment), S.Fr.135 (v.l. σαλητόν).
German (Pape)
[Seite 862] τό, βαρβαρικὸς χιτών, VLL. aus Soph. frg. 139. Vgl. σάραπις.
Russian (Dvoretsky)
σάρητον: τό Soph. предполож. = σάραπις.
Greek (Liddell-Scott)
σάρητον: τό, = σάραπις, Φώτ., «εἶδος χιτῶνος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. σαλητόν, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) είδος χιτώνα, πιθανώς ο σάραπις.