κίκυμος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

German (Pape)

[Seite 1438] ὁ, = Vorigem, Hesych.

Greek Monolingual

κίκυμος και κίκυβος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «λαμπτήρ»
2. «γλαῡξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλοι τ. της λ. κικκάδη].