Greek (Liddell-Scott)
κειάμενος: κείαντες, ἴδε ἐν λέξ. καίω.
English (Autenrieth)
see καίω.
Greek Monotonic
κειάμενος: Επικ., μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του καίω· κείαντες, πληθ., μτχ. ή Ενεργ. αορ. αʹ.
Russian (Dvoretsky)
κειάμενος: и κηάμενος эп. part. med. к καίω.