προσόμορος
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
Russian (Dvoretsky)
προσόμορος: ион. προσόμουρος 2 пограничный, граничащий, соседний (τινι Her.).
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
προσόμορος: ион. προσόμουρος 2 пограничный, граничащий, соседний (τινι Her.).