προσόμορος
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
English (LSJ)
*προσόμορος, v. προσόμουρος.
Russian (Dvoretsky)
προσόμορος: ион. προσόμουρος 2 пограничный, граничащий, соседний (τινι Her.).