λωρίον

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek (Liddell-Scott)

λωρίον: τό, ὡς καὶ νῦν «λωρί», Μαυρίκ. 1, 2, Μαλαλ. 89, 7, Λέοντος Τακτ. 5, 4, κτλ.

Greek Monolingual

λωρίον, τὸ (Μ)
βλ. λουρί.