μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
[Seite 1251] ὁ, = εἰλεός.
ἰλεός: ῑ, ὁ, = εἰλεός Ι καὶ ΙΙ, Ἡσύχ.
ἵλεος (Α)βλ. ίλεως.
ἰλεός: ὁ Theocr. v. l. = εἰλεός.