τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
ἄκερα: «ἔνδυμά τι πολυτελές», Ἡσύχ.