νεοποίκιλτος
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
Greek Monolingual
νεοποίκιλτος, -ον (Α)
νεοποίκιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ποικίλλω (< ποικίλος), πρβλ. πολυ-ποίκιλτος].