νεοποίκιλος

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοποίκῐλος Medium diacritics: νεοποίκιλος Low diacritics: νεοποίκιλος Capitals: ΝΕΟΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: neopoíkilos Transliteration B: neopoikilos Transliteration C: neopoikilos Beta Code: neopoi/kilos

English (LSJ)

νεοποίκιλον, Glossaria on νεοσίγαλος, Sch.Pi.O.3.8:—also νεοποίκιλτος, ον, ibid.

German (Pape)

[Seite 243] frisch bunt, Schol. Pind. Ol. 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

νεοποίκῐλος: καὶ -ποίκιλτος, ον, ὁ νεωστὶ ποικιλθείς, «κεντηθείς», Σχολ. εἰς Πινδ. Ο. 3. 8.

Greek Monolingual

νεοποίκιλος, -ον (Α)
αυτός που στολίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ποικίλος (πρβλ. πολυποίκιλος)].