νεῖρα

From LSJ
Revision as of 04:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεῖρα: ἢ νείρα, ἴδε ἐν λ. νείαιρα.

Greek Monotonic

νεῖρα: ή νείρα, ἡ, συνηρ. αντί νείαιρα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νεῖρα: или νείρα ἡ (= νείαιρα)
1) нижняя часть живота Eur.;
2) внутренности Aesch.

Middle Liddell

νεῖρα, ορ νείρα, ἡ, [contr. for νείαιρα, Aesch.]