σίβδη

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

German (Pape)

[Seite 877] ἡ, dor. statt σίδη, Callim. lav. Pall. 28.

Greek (Liddell-Scott)

σίβδη: ἡ, Δωρ. ἀντὶ σίδη, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 28. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σίβδαι· ῥοιαί».

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σίβδα, ἡ, Α
βλ. σίδη.