λάφνη
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
λάφνη: ἡ, «δάφνη. Περγαῖοι» Ἡσύχ.
λάφνη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «δάφνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη, με τροπή του δ σε λ-].