κιδαφεύω

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

German (Pape)

[Seite 1437] schlau, listig sein, handeln, Hesych. erkl. πανουργεύεσθαι. Von

Greek Monolingual

κιδαφεύω (Α) κίδαφος
1. (κατά τον Φώτ.) κατατρώγω, διαβιβρώσκω
2. (κατά τον Ησύχ.) «πανουργέω».