σκορδινησμός
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
και σκορδινισμός, ὁ, Α
το σκορδίνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορδινῶμαι, κατά τα αρσ. σε -σμός].