μυρτάς

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429

German (Pape)

[Seite 222] άδος, ἡ, = μυρτίδανον 2), Nic. Ther. 513.

Greek (Liddell-Scott)

μυρτάς: -άδος, ἡ, ὡς τὸ μυρτίνη, εἶδος ἀπιδ~ιᾶς», Νικ. Θηρ. 513.

Greek Monolingual

μυρτάς, ἡ (Α)
1. φρ. «μυρτὰς ὄγνη» — το δέντρο απιδέα η καρδιόφυλλος
2. ανώμαλη επίφυση στον κορμό και στα κλαδιά της μυρτιάς, το μυρτίδανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -άς (πρβλ. μοιχ-άς)].