νυμφαγέτης

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source

Greek (Liddell-Scott)

νυμφᾱγέτης: -ου, ὁ ἡγέτης τῶν νυμφῶν, ἐπιθετ. τοῦ Ποσειδῶνος, Cornut. N. D. 22.

Greek Monolingual

νυμφογέτης και νυμφηγέ
της, ὁ (Α)
(προσωνυμία για τον Ποσειδώνα και για τον Πάνα) ηγέτης τών Νυμφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + ἁγέτης / ἡγέτης.