ἁγέτης

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁγέτης Medium diacritics: ἁγέτης Low diacritics: αγέτης Capitals: ΑΓΕΤΗΣ
Transliteration A: hagétēs Transliteration B: hagetēs Transliteration C: agetis Beta Code: a(ge/ths

English (LSJ)

ἁγέτις, Dor. for ἡγέτης.

Spanish (DGE)

dór. v. ἡγέτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἁγέτης: ἁγέτις, Δωρ. ἀντὶ ἡγ-

Greek Monotonic

ἁγέτης: ἁγέτις, Δωρ. αντί ἡγ-.

Greek Monolingual

ηγέτης, ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις)
οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε- (του ηγέομαι, ηγούμαι) + κατάλ. -της (πρβλ. ευεργέτης, καταθέτης)].